ενσταλάζω

ενσταλάζω
ενσταλάζω, ενστάλαξα βλ. πίν. 23

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ενσταλάζω — (AM ἐνσταλάζω) [σταλάζω] 1. στάζω, ρίχνω σταγόνα σταγόνα υγρό μέσα σε κάτι 2. προκαλώ σιγά σιγά σε κάποιον συναίσθημα ή διάθεση («τού ενστάλαξε το μίσος για τον αδελφό») …   Dictionary of Greek

  • ενσταλάζω — ενστάλαξα, ενσταλάχτηκα, ενσταλαγμένος, μτβ. 1. στάζω (σταλάζω) κάτι μέσα σε κάτι, χύνω μέσα σταγόνες (ιδίως με σταγονόμετρο): Ενσταλάζω κολλύριο στα μάτια. 2. μτφ., βάζω σιγά σιγά κάτι σε κάποιον (συναισθήματα, ιδέες κτλ.): Του ενστάλαξε το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐνσταλαζομένη — ἐνσταλάζω pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἐνσταλάζω pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνσταλάζουσαι — ἐνσταλάζω pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) ἐνσταλάζω pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνσταλάξωμεν — ἐνσταλάζω aor subj act 1st pl ἐνσταλάζω aor subj act 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνστάλαξον — ἐνσταλάζω aor imperat act 2nd sg ἐνσταλάζω aor imperat act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνεστάλαξε — ἐνσταλάζω aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνεστάλαξεν — ἐνσταλάζω aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εγχέω — (AM ἐγχέω) χύνω μέσα («ἐς κύλικα μεγάλην κεραμίνην οἶνον ἐγχέαντες») μσν. βρίζω αρχ. 1. (για κρασί) γεμίζω το ποτήρι, κερνώ 2. γεμίζω το ποτήρι, πίνω στην υγειά κάποιου 3. χύνομαι, εκβάλλω 4. (για στερεά πράγματα) ρίχνω μέσα, πιέζω 5. ενσταλάζω 6 …   Dictionary of Greek

  • εγχυματίζω — (AM ἐγχυματίζω) 1. χύνω μέσα, ενσταλάζω 2. ιατρ. παρασκευάζω έγχυμα με εμβολή οργανικής ουσίας σε θερμό νερό αρχ. 1. εγχέω 2. ιατρ. θεραπεύω με εγχύσεις …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”